υψιγέννητος

υψιγέννητος
-ον, Α
αυτός που έχει γεννηθεί ψηλά, που έχει αναπτυχθεί σε μεγάλο υψόμετρο («ἔχοντ' ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γέννητος (< γεννητός < γεννῶ), πρβλ. ἀρτι-γέννητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑψιγέννητον — ὑψιγέννητος born on high masc/fem acc sg ὑψιγέννητος born on high neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψίγονος — ον, ΜΑ ὑψιγέννητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ἀρτί γονος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”